τεθριπποτρόφος

τεθριπποτρόφος
τεθριπποτρόφος
keeping a team of four horses
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεθριπποτρόφος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει ή μπορεί να θρέψει τέσσερα άλογα για το άρμα του 2. (κατ επέκτ.) εύπορος, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. προβατο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • τεθριπποτρόφου — τεθριπποτρόφος keeping a team of four horses masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθριπποτρόφων — τεθριπποτρόφος keeping a team of four horses masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθριπποτροφώ — έω Α [τεθριπποτρόφος] εκτρέφω τέσσερα άλογα για το άρμα μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”